- αετοπιάνομαι
- και αϊτοπιάνομαι1. ζητώ να πιαστώ από ψηλά, επιδιώκω πράγματα δυσανάλογα προς τις δυνάμεις μου και ανέφικτα, ματαιοπονώ2. επιδεικνύομαι, ματαιοδοξώ, μεγαλοπιάνομαι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αετορίχνω — αετοπιάνομαι* … Dictionary of Greek
αετός — Ονομασία πολλών ημερόβιων αρπακτικών πτηνών, που έχουν προικιστεί με οξύτατη όραση και με κυρτό και γαμψό στην άκρη ράμφος. Τα πόδια του α. έχουν τέσσερα δάχτυλα, τρία μπροστά και ένα πίσω, με νύχια αγκιστροειδή, με τα οποία αρπάζει και… … Dictionary of Greek